- σκοτεινῆς
- σκοτεινόςdarkfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Argos-Mykene — Gemeinde Argos Mykene (Δήμος Άργους Μυκηνών) … Deutsch Wikipedia
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… … Dictionary of Greek
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
κοάλεμος — κοάλεμος, ὁ (Α) ανόητος, ηλίθιος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι… … Dictionary of Greek
σπινθηροβόλος — α, ο / σπινθηροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εκπέμπει σπινθήρες νεοελλ. φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα» ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο τού ενός ή και τών… … Dictionary of Greek
φοινικικός — (I) ή, ό / φοινικικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φοῑνιξ, οίνικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη (α. «φοινικικό αλφάβητο» σύστημα γραφής που προήλθε από το βορειοσημιτικό αλφάβητο, διαδόθηκε από τους Φοίνικες εμπόρους σε ολόκληρη… … Dictionary of Greek
Αλέας, κοινότητα — Κοινότητα (811 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις κοινότητες Αγίου Νικολάου, Αλέας, Σκοτεινής και Φρουσιούνας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Σκοτεινή … Dictionary of Greek